χωριστούς

χωριστούς
χωριστός
separable
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • εννεανδρία — η βοτ. η περίπτωση που το άνθος έχει εννέα στήμονες, χωριστούς μεταξύ τους και από τον στύλο …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • μονοφωνικός — ή, ό 1. αυτός που εκτελείται μόνο από μία φωνή, που ανήκει ή αναφέρεται στη μονοφωνία 2. φρ. α) «μονοφωνικό σύστημα» σύστημα εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου που χρησιμοποιεί μόνο έναν δίαυλο, σε αντιδιαστολή προς το στερεοφωνικό, που χρησιμοποιεί… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • σπυρωτός — ή, ό, Ν [σπυρί] αυτός που αποτελείται από χωριστούς κόκκους, από σπυριά ξεχωριστά, όχι κολλημένα («σπυρωτό πιλάφι») …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …   Dictionary of Greek

  • τετραΰφαντος — ον, Α αυτός που έχει υφανθεί με τέσσερεις χωριστούς χειρισμούς τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ὑφαντός (< ὑφαίνω), πρβλ. τρι ύφαντος] …   Dictionary of Greek

  • τριθεϊσμός — ο, Ν εκκλ. εσφαλμένη θεολογική αντίληψη, η οποία, στην ερμηνεία τού μυστηρίου τής Αγίας Τριάδας, δέχεται ότι οι τρεις υποστάσεις τού Θεού, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, αποτελούν τρεις χωριστούς θεούς με διακεκριμένα πρόσωπα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”